- χλαρός
- χλᾱρός, ά, όν, only Pi.P.9.38 χλᾱρὸν (A v.l. χλιαρόν) γελάσσαις to laugh exultingly, gaily (fort. χλοαρόν); but Hsch. has χλαρόν· κόχλαξ; also, = ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν, and = ἐλαιηρὸς κώθων, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.